- πολυαλγής
- πολυ-αλγής, ές, sehr schmerzend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαλγής — ές, Α αυτός που προξενεί πολύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυ αλγής] … Dictionary of Greek
πολυαλγῆ — πολυαλγής very painful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυαλγής very painful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυαλγής very painful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαλγέα — πολυαλγής very painful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυαλγής very painful masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek